- προκαθίστημι
- Α [καθίστημι]1. τοποθετώ, διορίζω εκ τών προτέρων («ἄρχειν αὐτὸν τῶν σωματοφυλάκων... προκαταστήσας», Δίων Κάσα)2. (μέσ. με ενεργ. σημ.) προκαθίσταμαια) παρασκευάζω, τακτοποιώ εκ τών προτέρων («οὕτω προκαταστησάμενον τὸν λόγον», Δίον. Αλ.)β) ορίζω εκ τών προτέρων («ὅτι τῶν ἀδήλων ἐστὶν ἡ ἀπόδειξις προκατεστησάμεθα», Σέξτ. Εμπ.)3. παθ. α) τοποθετούμαι, διορίζομαι εκ τών προτέρωνβ) καθορίζομαι εκ τών προτέρων.
Dictionary of Greek. 2013.